ομοιόχρονος

ομοιόχρονος
-η, -ο (Α ὁμοιόχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ίση διάρκεια, ισόχρονος
2. (ειδ. στην προσωδία) αυτός που έχει ίσο χρόνο προφοράς, που έχει την ίδια προσωδία, που διαρκεί το ίδιο στην προφορά με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ετερό-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοχρόνοις — ὁμοιόχρονος of equal masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιόχρονα — ὁμοιόχρονος of equal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”