- ομοιόχρονος
- -η, -ο (Α ὁμοιόχρονος, -ον)1. αυτός που έχει ίση διάρκεια, ισόχρονος2. (ειδ. στην προσωδία) αυτός που έχει ίσο χρόνο προφοράς, που έχει την ίδια προσωδία, που διαρκεί το ίδιο στην προφορά με έναν άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ετερό-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.